υπαλληλάκος

υπαλληλάκος
önemsiz memur

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υπαλληλάκος — ο, Ν υπαλληλίσκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. άκος (πρβλ. εμπορ άκος)] …   Dictionary of Greek

  • υπαλληλίσκος — ο, Ν 1. ασήμαντος υπάλληλος, υπάλληλος που κατέχει χαμηλή βαθμίδα στην υπαλληλική ιεραρχία, υπαλληλάκος 2. υπάλληλος μικρής ηλικίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπάλληλος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. τυρανν ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”